- ίσκα
- η трут
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ίσκα — και ήσκα και ύσκα, η (ΑΜ ἴσκα και ὕσκα) 1. κοινή ονομασία μύκητα που αναπτύσσεται κυρίως πάνω σε οξιές, βαλανιδιές και καρυδιές 2. η ξεραμένη σάρκα τού ομώνυμου μύκητα η οποία χρησιμοποιείται ως προσάναμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ίσκα — η (λ. λατ.), φιτίλι τσακμακιού που το παίρνουν από τους κορμούς ορισμένων δέντρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίσχα — ἴσχα, ἡ (Μ) 1. η ίσκα* 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ίσκα] … Dictionary of Greek
χλανιδίσκα — ἁ, Α χλανίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βοιωτ. τ. < χλανίς, ίδος «είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. ίσκα (πρβλ. χλαμουδ ίσκα /χλαμυδ ίσκη)] … Dictionary of Greek
Diminutive — In language structure, a diminutive,[1] or diminutive form (abbreviated dim), is a formation of a word used to convey a slight degree of the root meaning, smallness of the object or quality named, encapsulation, intimacy, or endearment.[2][3] It… … Wikipedia
αναποδοσαράντισμα — το στάχτη από ίσκα που τήν άναψε κάποιος σαράντα φορές με πυρίτη, έχοντας τα χέρια στραμμένα πίσω στην πλάτη χρησιμοποιείται από τους κομπογιανίτες ως φάρμακο για διάφορες ασθένειες (πρβλ. αναποδοφωτιά) … Dictionary of Greek
ύσκα — η / ὕσκα, ΝΜΑ βλ. ίσκα … Dictionary of Greek
iască — IÁSCĂ s.f. Nume dat mai multor ciuperci parazite în formă de copită de cal, uscate şi tari, care cresc pe trunchiul arborilor şi care, tratate special, erau folosite, în trecut, la aprins focul sau, în medicina populară, ca hemostatic (Fomes şi… … Dicționar Român
ήσκα — η βλ. ίσκα, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαρικό — το είδος μυκήτων, η ίσκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσακμάκι — το (λ. τουρκ.) 1. κομμάτι από ατσάλι που τρίβεται σε πυρίτη λίθο και παράγει σπινθήρες που μεταδίδονται σε ίσκα. 2. αναπτήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)